- ἐξαιρῖτις
- ἐξαιρ-ῖτις, ιδος, ἡ,A ladder, Ath.Mech.36.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐξαιρῖτις — ladder fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίπτυκτος — ύκτη, ον, Α [περιπτύσσω] 1. αυτός που είναι δυνατόν να διπλωθεί ολόγυρα, διπλωτός 2. φρ. «περιπτύκτη ἐξαιρῑτις» η ανεμόσκαλα … Dictionary of Greek
ἐξαιρίτιδος — ἐξαιρί̱τιδος , ἐξαιρῖτις ladder fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)